Φεγγάρια στο βυθό
Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ, στο  Βασίλη Ιωαννίδη, για τα συναισθήματα που δημιούργησε με τα λόγια του...
 
Στο δρόμο του 'Ερωτα (όπως και στο δρόμο του Θανάτου, που είναι δύσκολος κι αυτός)
δε θα βρεις -άμα τον αντικρίζεις σοβαρά- κανένα φως, καμιάν απόκριση, ούτε σημάδι,
ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν.
RAINER MARIA RILKE
"Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή"
 
Αφιερωμένο στη Γυναίκα
 
Είναι κάτι άναρθρες κραυγές
κάτι οιμωγές
έρημων δέντρων μες στη νύχτα
Πλέκονται τα κορμιά
και τα φιλιά
σφιχτά
σαν κεντημένα άστρα
'Ομως ο άνεμος φυσά
μας βρίσκει αδύναμους
και μας πετά πάνω στα βράχια
 
'Οταν η νύχτα φτάνει
σ' αποχαιρετώ
'Ερχεται η μοναξιά
με παίρνει απ' το χέρι
και κατεβαίνουμε παρέα στο βυθό
Απλώνω την καρδιά μου
δίχως ταίρι
με το μαχαίρι
κόβω τον καημό στα δυο
και σε κερνώ
 
Στο ένα σου χέρι
είναι τ' άστρα
και στ' άλλο το φεγγάρι
μα ο ήλιος δεν είναι κανενός
 
Ω, τι γαλήνη !
'Εσβησε και το τελευταίο άστρο
Μ' ένα λεπίδι στην καρδιά
περήφανα
φεύγει κι αυτή η μέρα
Μες στο σκοτάδι
ναυαγοί θα ξεχυθούμε
τη σήψη της ζωής
με πάθος να γευτούμε.
 
Η μοναξιά  είναι ένα θηρίο
που τριγυρνά στην έρημο
μέρα και νύχτα
'Εχει βαθιά τις ρίζες της στη γη
Τρέφεται με τη θάλασσα και τ' άστρα
Γατζώνεται πάνω στον έρωτα
και τον ρημάζει
Τρώει τις σάρκες του
και τον αφήνει μόνο
να ξεψυχά
και να πεθαίνει στο σκοτάδι
 
Η λύπη έχει εννιά μάτια
και δύο κέρατα
έχει ένα στόμα ερειπωμένο
δίχως δόντια
Ο έρωτας είναι μικρός
τον καταπίνει ολόκληρο,
αμάσητο τον θάβει στην κοιλιά της
Η λύπη έχει ένα βλέφαρο σα σύννεφο
σκεπάζει τον ήλιο και τον πνίγει
ανεβαίνει σαν αερόστατο
ψηλά στον ουρανό
σαν τη βροχή πέφτει στη γη
και πλημμυρίζει τις καρδιές
Για σπίτι έχει τον άνεμο
τον συνοδεύει σε όλες τις νεροποντές
και τα ταξίδια
Η λύπη είναι ένα μικρό παιδί
μ' ένα μεγάλο πρόσωπο
που αντικρίζει έκπληκτο
τον άδειο ορίζοντα
 
Θα τον μαδήσει τον έρωτα
η νύχτα
Τινάζεται το κορμί από ηδονή και πόνο
Μπήγω βαθιά στη σάρκα σου
τα δόντια
με τα σημάδια τους σε συγκρατώ
σφραγίδα ανεξίτηλη σου βάζω
Μα εσύ γλιστράς συνέχεια,
Αφανίζεσαι
καπνός γίνεσαι
ψηλά στον ουρανό ανεβαίνεις
και μου φεύγεις
 
 
Φεγγάρι κρύο απ' τη σιωπή
φεγγάρι πράσινο τυλιγμένο με βρύα
φώτισέ μου τον ύπνο
φεγγάρι με τα σιδερένια δόντια
λύγισέ μου τα δάχτυλα
Φεγγάρι με το φαγωμένο στόμα
φεγγάρι με τα ματωμένα χέρια
φεγγάρι με τα βουρκωμένα χείλη
φώτισέ μου τον ύπνο
ρίξε φωτοβολίδες στην έρημο
φώτισέ μου τη νύχτα
φώτισέ μου τα όνειρα
σκέπασέ μου τις πληγές
κι άφησέ μου την άνοιξη
να καλπάσει πεθαίνοντας
 
'Ηλιε μην κλαις
'Ολα τα δάκρυά σου φύλαξέ τα
στην έρημο που πας
το γδάρσιμο του ανέμου να απαλύνεις
'Ηλιε μην κλαις
κανείς δε θα σε κλάψει
Σπείρε τα χέρια σου στη λάσπη
να υψωθούν
και την καρδιά σου πέταξέ την στα σκυλιά
να την κατασπαράξουν
Απ' τα συντρίμμια σου θα ξαναγεννηθείς
κι από το αίμα σου
η γη θα ξεδιψάσει
'Ηλιε μην κλαις
κανείς δε θα σε κλάψει
 
Σκαλώνει η μέρα πάνω στον άνεμο
σκαλώνει η νύχτα πάνω στα βουνά
Ρέουν τα δάκρυα της βροχής
και τα φιλιά του ανέμου
φεύγουν ματωμένα
παγόβουνα φράζουνε το δρόμο
στέκουν μετέωρα και τραγουδούν
μ' ένα φεγγάρι κόκκινο στο στόμα
πετρωμένο.
 
Ανθίζει κάποτε ο κήπος
μαραμένα λουλούδια
Οι ρίζες γυρεύουν λίγο φως
να ξεδιψάσουν
και τα κομμένα μέλη από πηλό
τρίβονται ολοένα
απλώνουν σα λεκές στον ουρανό
και κρύβουν τα φεγγάρια
Σαν τα κουρέλια
κρέμονται οι μέρες
και η θάλασσα γεμίζει μπάζα
απ' τα συντρίμμια
που ξεβράζουν τ' άστρα
 
Σε συντηρεί η στάχτη
που ακόμα καίει
Κάποια δοκάρια
που αργούν να πέσουν
στο σπίτι που από καιρό
έχει ρημάξει
Σε συντηρούν
κάποια θλιμμένα φώτα
που αστράφτουν μόνα τους
μετά την καταιγίδα
Λάμπουν οι δρόμοι τότε
σα φεγγάρια μες στη νύχτα
κλείνουν τα μάτια τους
και σκαρφαλώνουν στο σκοτάδι
Σε συντηρεί
η λύσσα της σιωπής
τα αγάλματα που πέφτουν
μαλακά σαν τη βροχή
το γέλιο που πέτρωσε
μες στην ελπίδα
Σε συντηρεί η πείνα σου
να ξαναδεις
τα άστρα να πεθαίνουν
Να δεις
θα σε τυφλώσει ο ήλιος
με το πολύ το φως
Θά 'ρθει η νύχτα
και θα 'ναι ο ουρανός άδειος
γεμάτος νάρκες
Χωρίς όνομα
θα ταξιδεύουν τ' άστρα
στις εκβολές του ποταμού
που δε γυρνάει πίσω
'Ο,τι σε άγγιξε
θα ξεγλιστρήσει
και θα το πάρει ο άνεμος
σα γύρη
Δε θα 'ναι πια τα χέρια σου
πηγές ονείρου
Απόμακρα τα χείλη σου
θα φεύγουν
θα βυθιστούν
θα τα καλύψει η στάχτη
 
Βρέχει συνέχεια πίκρα
Μια σιγανή φωτιά
σου καίει τα μάτια και τα χέρια
'Ο,τι αγαπήσαμε πεθαίνει
μένει η στάχτη να ζεσταίνει
τις καρδιές μας
Ο μπλε ουρανός μας ξεγελά
Γίνεται κόκκινος μόλις βραδιάζει
Τρύπες στα χέρια και στο σώμα
τρέχει ο καιρός
τα δάχτυλά μας δεν τον συγκρατούν
το σχήμα του κορμιού σου
χάνεται στην άμμο
Σκόρπιες εικόνες
μαδούν τη μνήμη και το χρόνο
τις παίρνει ο άνεμος
και φεύγει λυπημένος
Βρέχει συνέχεια πίκρα
Μια σιγανή φωτιά
σου καίει τα μάτια και τα χέρια
'Εξω λιακάδα
και μέσα σου
πικρό, γλυκό σκοτάδι.
 
Μια μέρα ξαφνικά θα φύγεις
σαν πλοίο που σαλπάρει σιωπηλά
πάνω απ' τις στέγες
Πίσω θ' αφήσεις
τα χέρια σου να περιμένουν
τον ήλιο κρυμμένο
να τριγυρνά και να ονειρεύεται
μονάχος
Μα θα γυρίσεις
μισή φεγγάρι
και μισή ψάρι
θα 'χεις τα μάτια σου ανοιχτά
γεμάτα φύλλα
Θα μπεις μέσα στις φλέβες μου
και θα φυτέψεις
τ' άστρα που χάθηκαν
τον μπλε ουρανό
και τα πηγάδια που μας κλέψαν
Κάποτε ο ήλιος
σου καίει τα μάτια και τα χέρια
σου τρώει
το σώμα και τον ύπνο
σ' αφήνει να γαβγίζεις μόνο
μες στον κήπο
να δαγκώνεις τ' άστρα και τη σιωπή
Κάποτε ο ήλιος σε πληγώνει τρυφερά
μ' ένα φιλί στα χείλη αστραπή
Σου αφήνει
πικρά σημάδια στα δάχτυλα,
σαν το φύλλο
πέφτει ανεπαίσθητα στη γη
Θα λιώσουν τα λόγια
μέσα στα μαλλιά σου
Θα φύγει ο άνεμος
χωρίς να σε ρωτήσει
μαζί του παίρνοντας
το σχήμα του κορμιού σου
'Ερημοι δρόμοι
θα βγουν να σε καλωσορίσουν
θα 'χεις το στόμα σου κλειστό
γεμάτο πεύκα
Με ρίζες κόκκινες απ' το αίμα
τον γκρίζο ορίζοντα θα σημαδεύεις
Κάποτε ο ήλιος θ' ανατείλει μαύρος
θα μείνει μόνο το κρανίο σου
να χαιρετά
μ' ένα φεγγάρι λάφυρο στο πέτο
 
Ανοίγεις ξαφνικά τα μάτια σου
και βλέπεις έναν κόσμο αλλόκοτο
έναν κόσμο ωραίο
κι εσύ να λείπεις
Πάντα έλειπες
'Ηταν ο ήλιος που έκρυβε τα μάτια σου
Τώρα στη θέση τους
χιλιάδες άλλα μάτια
αλλά εσύ λείπεις
Ποιός θα σε φέρει πίσω
να κλάψεις παρέα με τη βροχή
τον ερχομό της 'Ανοιξης ;
Εκεί που βρίσκεσαι
δε φτάνει η φωνή σου
Τα αγάλματα ξεχνούν
δεν υποφέρουν
Λυγίζεις σαν τόξο στη μοναξιά
ανοίγεις τρύπες στο σώμα σου
να μπαινοβγαίνει ο άνεμος
Το ομοίωμα του καιρού
στριφογυρνάει γύρω απ' το κορμί σου
Σαν την άμμο η ζωή σου
και σαν τα βότσαλα
Να μετράς τις μέρες που πέρασαν
να μετράς τις μέρες που θά 'ρθουν
και ο βυθός να σε κερδίζει συνέχεια.
 
Τα μαραμένα άνθη να μη δεις
και τη δροσιά του φθινοπώρου
να κρατήσεις
Φύγε πριν είναι αργά
Μαύρα πουλιά θά' ρθουν και θα σε πνίξουν
Να μη κακοφορμίσει η άνοιξη
να μην πυορροήσουνε τα χιόνια
Φύγε πριν είναι αργά
Να μη γεμίσει το σώμα σου πληγές
την τρικυμία ν' αποφύγεις
τον καταποντισμό των άστρων
Φεγγάρια κόκκινα να μην κατέβουν
στο μπαλκόνι σου
κι αράχνες να μην τυλίξουν τα όνειρά σου
Φύγε πριν είναι αργά
Εδώ κυκλώνες κύκλωπες στρατοπεδεύουν
σαρώνουν τα βράχια και τ' αγάλματα
και στις σπηλιές μουγκρίζει η μοναξιά
Φύγε πριν είναι αργά
Με το χαμόγελο να τέμνει τον ορίζοντα
με ανθισμένη την καρδιά
Φύγε πριν είναι αργά.
 
Στέκουν εκεί καταμεσής στην κάμαρη
και περιμένουν
'Αλλος πουλί έχει γίνει
άλλος ψάρι
άλλος φυτό
ή εξαίσιο λουλούδι
Τα πόδια τους στη γη γερά έχουν ριζώσει
αγάλματα που μες στο χρόνο ταξιδεύουν
Στέκουν εκεί στην κάμαρη
και περιμένουν
καθρέφτες διαθλούν
τα όνειρα και τον ήλιο
ραγίζουν τη σιωπή
κι αφήνουν να φανεί η νύχτα
Σβήνουν τα πρόσωπά τους
γίνονται ένα
που ταξιδεύει μόνο του μες στο σκοτάδι
Στέκουν εκεί στην κάμαρη
και περιμένουν
Απλώνουν τα χέρια στο φεγγάρι
μα η μοναξιά φυσάει σα μελτέμι
το παίρνει και το σπάει πάνω στα βράχια
 
'Αλλοι καιροί θα 'ρθούν
θα 'ναι βαριές οι πέτρες
πάνω στους ώμους
Μες στα πηγάδια
θα κλαίνε όμορφες κοπέλες
θα 'ναι γυμνά τα δέντρα
Η θάλασσα δε θα 'χει τελειωμό
Λειψά τα μέλη μας
Λεψός ο ορίζοντας
Λειψά και τα φιλιά μας
'Ολο κάτι θα φεύγει
σαν το νερό θα ξεγλιστρά
και θα ματώνει
Κομμένα χέρια
σώματα ακέφαλα
και στη γωνιά στο τζάκι
ζεστή η θράκα από τις μνήμες
Θά 'ρθουν άλλοι καιροί
πυρπολημένα όνειρα
βάρκες στα βράχια εγκαταλειμμένες
με μάτια δίχως βλέμμα
ναυάγια της σιωπής
'Ο,τι μας κέρασε
ο καιρός θα λησμονήσει,
'Ο,τι μας χάρισε η ζωή
θα μας το πάρει
Η αφή του έρωτα
θα φύγει από τα χέρια μας
πάνοπλο το φθινόπωρο θα μας στεγάσει
Θά 'ρθουν άλλοι καιροί
Τα μάτια σου δε θα 'ναι θα δικά μου
τα μάτια μου δε θα 'ναι τα δικά σου
ένας μεσότοιχος
θα μας χωρίζει ξένους
ένας καθρέφτης
θα μας δείχνει μόνους
Θά 'ρθουν άλλοι καιροί
Η γη θα μας τραβήξει
στο βυθό της
και θα πετρώσουνε τα χείλη μας
τα πάλαι αγαπημένα
Ούτε η ηχώ της άνοιξης
θα φτάνει στο κελί μας
 
Πώς να σταθεί ο άνεμος πάνω στα φύλλα
χωρίς να τα πληγώσει ;
Κρυώνει η 'Ανοιξη πλάι στα δέντρα
σφαδάζει το κορμί της
διψά για λίγο ουρανό
Σε κάθε αυλή τρέμουν τα χείλη σου
σκαρφαλώνουν στις στέγες
να κυνηγήσουν τον ήλιο που χάνεται
Αντανακλάσεις της σιωπής στα τζάμια
ούτε ένα θρόισμα στα βλέφαρα
ούρε ένας κτύπος στην καρδιά
'Ερχεται το φεγγάρι δίχως φως
μ' ένα βαρύ φορτίο μοναξιάς
να γείρει σαν παιδί που απόκαμε
Σε κάθε πρόσωπο ο ατμός απ' τη φωνή σου
που εξατμίζεται,
μια σιγανή βροχή τα δάκτυλά σου
που συλλαβίζουν άναρθρα τον πόνο
Πλωτοί οι πόθοι
γεύονται τη χαρά του ανέφικτου,
κάτω από γέφυρες κομμένες
τα πριονίδια του καιρού
και της αγάπης
Θα σταθείς στη γωνιά να περιμένεις
να χαμηλώσουν τ' άστρα
να κατέβει ο ουρανός ίσαμε το μπόι σου
για να τον πιάσεις
Οι παγωμένοι δρόμοι
συντηρούν την πίκρα
Τη φευγαλέα στιγμή ποιος να συλλάβει
σε ποιο ενυδρείο να την κλείσει
μη χαθεί
αυτή που γύρεψε έναν ορίζοντα πλατύ
λίγο πιο πάνω απ' τις βουνοκορφές του ονείρου
'Εχεις τις ρίζες σου καμένες
ένας αέρας δυνατός σε κυβερνά
Τα χέρια που σ' αγκάλιασαν
στέκουν ακίνητα σαν κούτσουρα
πελεκμημένα απ' την οδύνη
Ξεθώριασαν τα μάτια σου
εγκαταλείπουνε τα σπίτια τους
τους κυριεύει η οργή
της πληγωμένης 'Ανοιξης
του τρυφερού φιλιού
που αγνοήθηκε
Θα φύγουν όλα
Τα σπίτια θα χωθούνε μες στη γη,
χωρίς παράπονο θα λυγίσουν
τα καλοκαίρια
μ' έναν ήλιο στυφό, κρεμασμένο
σαν κλωνάρι ελιάς
πάνω στα χείλη
Να ξεδιψάσεις δε μπορείς
Μικρά τα χέρια σου.
Μέσα απ' τα μάτια μου
περνάς και χάνεσαι
Αδύνατο να σταματήσεις
Συνέχεια ταξιδεύεις
Σκορπίζεις τη στάχτη πίσω σου
μ' έναν καημό άλλων καιρών
Μπερδεύονται οι εικόνες
τα πρόσωπά μας χάνονται
μες στο νερό διαλύονται αθόρυβα
Δεν έχεις χέρια να βαδίσεις
Σιγά σιγά απογυμνώνεσαι απ' το σώμα σου
Εκεί που ήσουν δεν υπάρχεις
Εκεί που θα 'σαι δεν είσαι τώρα
'Ο,τι υπήρξαμε σκορπίζει
Μόνο η βροχή σε διαπερνά
αφήνει λίγο απ' τη δροσιά της μοναξιάς
κι έπειτα χάνεται
μέσα στη νύχτα δίχως ίχνη
'Αλλες εικόνες θα 'ρθούν και θα μας δέσουν
σ' ένα αμφίβολο παρόν γεμάτο πάθος
Το σφρίγος της αγάπης
θα μας συνεπάρει
θ' αφήσει τα σημάδια του
σα φως μέσα στην έρημο
πλάι στα κόκκαλα που αποσυντίθενται
Θα 'ναι τα μάτια σου εκεί
μέσα στη λάσπη
και θα βυθίζονται
θα απομακρύνονται ολοένα
'Ομως θα 'ναι εκεί
και θα φωτίζουνε αδιάκοπα σα φάρος
Πώς να σταθεί ο άνεμος πάνω στα φύλλα
χωρίς να τα ματώσει ;
Τα παιδιά σέρνουν
με αόρατους σπάγγους
τα όνειρα της νύχτας
'Ενας χαρταετός περνά
και χάνεται μες στην ομίχλη
Μένεις να κοιτάς απορημένος
με μάτια οξειδωμένα
κι ένα νεκρό ψάρι
στη θέση της καρδιάς
τ' άστρα κομήτες
και το χαμένο ορίζοντα
Το φεγγάρι με μια κουβέρτα
τυλίγει τις πληγές του
και πάει να κοιμηθεί
πίσω απ' τις βουνοκορφές
 
Πάλι στη μοναξιά θα ακουμπήσεις
πάλι εκεί τον πόνο σου θα πεις
πάλι εκεί τα δάκρυά σου θ' αποθέσεις
Η πιο πιστή σου ερωμένη είναι αυτή
αυτή που κατοικεί στους άδειους τοίχους
που ξέρει να γελά με το φθινόπωρο
ν' απλώνει τρυφερά το χέρι στο χειμώνα
αυτή που έχει στα μάτια της
ένα βαθύ ουρανό
και μια μεγάλη θάλασσα
γεμάτη δέντρα
 
Κάθε νύχτα
βγαίνουν τα ψάρια στη στεριά
Αφήνουν το βυθό και ανεβαίνουν
αναζητώντας έναν άλλον ουρανό
στην προκυμαία τινάζουν το κορμί τους
να διώξουνς τη σκόνη και τα φύκια
Φωνάζουν τα πουλιά
και περπατούν στην παραλία
πιασμένα χέρι χέρι
απ' τα φτερά και την ουρά
Συνομιλούν στη γλώσσα των ανθρώπων
που κοιμούνται
μ' ένα φεγγάρι μεγάλο
σαν τη θάλασσα
που τους φωτίζει αδιάκοπα το δρόμο
Κάθε νύχτα
οι κήποι γεμίζουνε λουλούδια
τα δέντρα ζούνε τη δική τους 'Ανοιξη
που ξεψυχά και χάνεται τη μέρα