ΟΜΙΛΟΣ ΦΙΛΩΝ ΘΑΛΑΣΣΗΣ
1966-1973
 
Αλίμονο ! Κι ύστερα βγαίνω έξω και τριγυρίζω
μέσα στις φοβερές εικόνες αυτού του
απάνθρωπου χειμώνα.
ΓΙΟΧΑΝ ΒΟΛΦΓΚΑΓΚ ΦΟΝ ΓΚΕΤΕ
 
ΚΛΙΝΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ
 
Οι μέρες που θά 'ρθουν
Θα 'ναι ακίνητες
Σαν παράλυτες
Μέσα σ' ένα καροτσάκι
Θά 'χουν κέρινα χέρια
Μάτια από πλαστικό
 
Μια καρδιά που χτυπάει
Με τονωτικά.
 
Ο ΝΕΚΡΟΣ
 
Τον μεταφέραμε με τη βροχή-
Το κεφάλι γερμένο στο πλάι
Τυλιγμένο με το πουκάμισο του Λούη.
Του ανοίξαμε την μπλούζα
Στεγνώσαμε τις κάλτσες του
Τη λασπωμένη του φανέλα
Του φορέσαμε τα γυαλιά του.
το σώμα έτρεμε
'Ολη τη νύχτα κατακίτρινο
Τα μάτια γυάλιζαν
'Οπως των αγαλμάτων
Τα δάχτυλά του γροθιές.
 
'Οταν ξημέρωσε
Τον τράνταξε ένα γέλιο
Τόσο δυνατό και συνεχές
Που μας ανάγκασε
Να εγκαταλείψουμε
'Εντρομοι το σπίτι.
 
ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥΣ

 
Στους διαδρόμους
Φτηνών ξενοδοχείων
Πέρασα τις μέρες μου
Ανάμεσα στο πλυσταριό
Και στα κοινόχρηστα λουτρά.
Σκυφτός και ζαλισμένος
Πίσω απ' τις κλειδαρότρυπες
Κοιτούσα σώματα ακίνητα
Σαν κεραυνοβολημένα
Που σάπιζαν αργά
Πόρνες που πλένονταν στο νεροχύτη
Που κάναν εμετό
Νέους που χάραζαν το στήθος τους
Κορίτσια διάφανα
Απ' τον πυρετό.
Γλιστρώντας από πόρτα σε πόρτα
Ξόδεψα τον ήλιο και τον ουρανό
Και ποτέ κανείς δεν ρώτησε
Για τ' όνομά μου.
 

ΜΙΑ ΦΟΥΧΤΑ
 
'Ετριβες το δέρμα μου προσεχτικά
'Ολη νύχτα με το δέρμα σου
'Ωσπου το δωμάτιο φωτίστηκε
Πήρε φωτιά η πολυκατοικία
Ούρλιαξε απ' το ξαφνικό κακό
Και το πρωί σε πήγαν στους
Χωροφύλακες με μια φούχτα στάχτη
Στη φούχτα σου.
 
ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
ΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΘΕΡΟΣ
 
Καθώς τραβούσαν το νύχι του δείχτη
Καθώς περνούσαν το σύρμα
Μέσ'  απ' το λαιμό
Κι ύστερα πάνω από τη γλώσσα
Καθώς κατέβαινε ο υπόγειος
Στον Πειραιά γεμάτος πτώματα
Γελαστά κι ακρωτηριασμένα
Καθώς αναχωρούσες με δεμένες κινήσεις
Για τις νυχτερίδες και τα σαυροειδή
Για το νησί με τους Μανδραγόρες.
 
ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ
 
Να δίνεις το πρόσωπό σου στη φωτιά
Ν' αγκαλιάζεις τους αγγέλους που
Πέφτουν απ' την οροφή που υποχώρησε
Να πιπιλίζεις τα όνειρα
Να φιλάς τα μάρμαρα, τα μαχαίρια
Στην άκρη του σχοινιού
Πριν πέσεις στο κενό
Να φωνάζεις φωνές ανομολόγητες.
Ν' απλώνεις το μάγουλό σου στον Ιούδα που
'Εφτασε με το τρένο απ' την Κομμαγηνή
Ψιθυρίζοντας "είναι ώρα
Είναι ώρα
Μην καθυστερείς".
 
Η ΜΟΥΣΙΚΗ
 
Η μουσική δεν μπορεί να μιλήσει.
Τσιρίζει, γίνεται άγαλμα.
Ο μαέστρος με όργανα ηλεκτρικά
Τη βασανίζει παραλλάζοντας.
Η χορωδία και οι θεατές
Μια αλλεπάλληλη συνουσία
Η μουσική στη μέση ανήμπορη
Σηκώνει το πόδι, σφίγγει το στόμα
Απευθύνεται, οπισθοχωρεί
Κάνει εμετό, πέφτει αναίσθητη
Με τα χέρια ψηλά
'Ω ώ ώ ώ ώ ώ ώ ώ
 
Τα μαγνητόφωνα χειροκροτούν.
 
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
 
Πρώτον:
Αύριο θα ξεριζώσω
Και τις τελευταίες ρίζες του χειμώνα
Γιατί ο Μάιος πάει να τελειώσει
Και οι υποθέσεις μας ακόμα στο Φεβρουάριο
Βρίσκονται, με τα δικαστήρια
Και μ' όλα αυτά τα δυσάρεστα.
 
Δεύτερον:
Θα στείλω γράμματα σε φίλους.
Σ' αυτόν από την Καστοριά
'Αρτι απολυθέντα απ' το στρατό, φιλόλογο,
Σ' αυτόν που μου υποσχέθηκε
Ποιήματα, ημερολόγια και τέτοια
Και σε σένα από την Καλαμάτα
Από  τη Λακωνία και την οδό Μνησικλέους
Για να τελειώσουν αυτές οι ιστορίες
Με τα γράμματα και τις κατεδαφίσεις
 
Τρίτον:
Θα σ' αγαπήσω περισσότερο
Θα προσπαθήσω τουλάχιστον.
Εξάλλου, σκέφτομαι ν' αλλάξω
Τις κορνίζες και τις φωτογραφίες μας
Γιατί οι πόζες άλλαξαν τώρα πια
Και οι επισκέπτες ζητούν όλο
Και μεγαλύτερη ποικιλία, ακόμα και
Στα λόγια, και στη ματιά.
 
Προς το παρόν δουλεύω
Την κάτοψη που άρχισα πέρσι
Κι ακόμα να βρω λύση.
 
ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΟΙ
 
Σήμερα συνάντησα ανθρώπους
Που θ' αναχωρούσαν για ταξίδι.
 
Τα μάτια τους ήταν αδειανά
Και στο μισό τους προσώπου τους
Κατέβαινε ένα μπλε ηλεκτρικό αίμα.
'Εκοβαν αφηρημένοι τα δάχτυλα των παιδιών
Ταχτοποιούσαν τις αποσκευές τους
Κι ύστερα πηδούσαν ένας ένας
Στο νερό
Γυαλίζοντας σαν αποχαιρετισμοί.
 
ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΗ
 
Πέρασαν οι αραιές
Πικροδάφνες φτηνών
Απομεσήμερων στις πέντε
Πένθος στα μάτια
Και η φτωχή Περσεφόνη
Η φόνισσα, σαρώνοντας
Το μικρό της σκύλο
Φώναξε Μη!
 
ΑΙΓΙΝΑ
 
Στην Αίγινα πώς μιλούσες !
Σαν καρφίτσα που με τρυπούσε
Μέχρι που γέμισε αίματα το
Λεωφορείο κι εγώ γελούσα
Σ' όλο το ταξίδι, στην Αίγινα
Μ' ένα στεφάνι από καρφιά
Και στην καρδιά μια ηλεκτρική
Φτερούγα που έσχιζε το σακάκι μου
Κάνοντας τα λόγια μου να
Πιτσιλίζονται ανεπανόρθωτα.
 
ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ
 
Με το πρώτο άγγιγμα πάνω
Στο γυμνό μπράτσο
Μια λουρίδα αίμα έτρεξε
Στο τσιμέντο
Τα μάτια σχίστηκαν
Το χέρι έμεινε
Στον αέρα
Μισό.
 
ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΗ 2
 
Του μικρού αδερφού
Το ανάκρουσμα πρόσχωμεν
Στο έλεος της νεαράς μητρός
Το σπίτι άνω κάτω
Καθότι ο ανόητος Εγώ
Πήδηξα το φράχτη
Ολόγυμνος
 
ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΗ 3
 
Σκαρφαλώνοντας η κόκκινη κηλίδα
Μεγάλωσε στο ασπράδι του ματιού
Τόσο, που ο ήλιος γύρισε ανάποδα
Δείχνοντας τις ωμοπλάτες του.
 
ΟΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ
 
'Οταν εκείνη ήρθε στον ύπνο μου
Το μαξιλάρι ήτανε μούχλα
Και το μισό μου πρόσωπο
Σε αποσύνθεση κάτω απ' το δυνατό
Φως του πορτατίφ.
Το σώμα της με σκέπασε ολόκληρο
Κι έτσι εισχώρησε βαθύ σκοτάδι
Στο μυαλό μου      ένα τραύμα
Διαμπερές που ξερνάει ακρίδες.
 
ΠΡΟΠΑΝΤΟΣ ΟΤΑΝ Η ΚΡΗΤΗ
 
Προπαντός όταν η Κρήτη
Σπαρταράει στο λαιμό μου
Το στήθος μου ανοίγει
Από κλαδιά βερικοκιάς
Χύνονται μύρα μασχάλης
Αλλοτινής, όταν η Κρήτη
Τριγυρνάει στο λαρύγγι μου
Ούτε μια λέξη μπορώ να πω
Τόσο τα χέρια μου παγώνουν
Τόσο κάθεσαι ανάμεσα
Στους 'Αι-Γιώργηδες
Και δε μ' αφήνεις.
 
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
 
Αρχίζει πάντα με φαγούρα
Στο στήθος και στον ομφαλό:
                                 είναι η ώρα.
Πρήζομαι ολόκληρος, γεμίζω εξανθήματα.
Μένω ακίνητος και περιμένω.
Το δέρμα μου ανοίγει και ανασηκώνεται
Στις άκρες.      το πρώτο βλέμμα
Είναι και το πιο οδυνηρό
Ως το πρωί γεμίζω ολόκληρος.
Στέκομαι όρθιος με τα χέρια ανήμπορα,
Είναι τα μάτια σου.
Σκασμένο δέρμα κι αντί για δέρμα
Κόρες, βολβοί και τσίνορα.
 
Μου σύστησαν γυμναστική, μασάζ
Και δύσκολες ασκήσεις, μαζεύω
Συνταγές με απόγνωση.
'Ομως τη δύσκοληώρα ο ομφαλός μου
Πρήζεται, κι ύστερα παραδίνομαι
Στον πυρετό και στην αρρώστια.
***ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ***
 
Αλληλούγια, αλληλούγια
Φτηνέ χαρταετέ
'Αχρηστη κάνουλα πια
Που στάζεις δυσωδία
Νάνε γελοίε, περιττό προφυλακτικό
Ποτάμι στείρο, που ξέρασες
Που τσίριξες, τραγούδησες
Πλάγιασες με φεγγάρια
Και μας ξεγέλασες, κανίβαλε
Νάρκισσε
Φαφούτη
Ευνούχε
Φάντασμα
Σε φτύνω
Με λύσσα
Εγώ
 
Ο ποιητής !
 
Η ΑΣΥΔΟΤΗ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ
 
Αυτές οι μέρες
Της ασύδοτης τρυφερότητας
Θα ακινητοποιήσουν
Τη ζωή σου
Θα σταματήσεις για πολύ
Καιρό να βλέπεις
Τα σύννεφα και τους τυφλούς
Που τραγουδούν στο δρόμο
 
Μετά
Θα ξαναφύγεις
Για τα χιόνια.
 
ΟΜΙΛΟΣ ΦΙΛΩΝ ΘΑΛΑΣΣΗΣ
 
Με ξύπνησαν για να με αν
Στον 'Ομιλο και γώ ρωτούσα
Οι αδερφές με έγδυσαν και γελούσαν
Και μ' έπλυναν και με στέγνωσαν
Και μετά είδα το μηχάνημα που έκοβε
Κεφάλια και μαλλιά και δόντια
Και γω ρωτούσα.      με στερέωσαν
Με βίδες πολλές, άναψαν τους προβολείς
'Εφεραν τους φωτογράφους.
 
Είδα τους υπαλλήλους που έσερναν
Τον έναν κεφάλι τον άλλον αφτιά τον άλλον
Δάχτυλα όλα ξεχωριστά και ταξινομημένα
Και γω ρωτούσα.
 
Φίλησα το σήμα
Είπα τον όρκο
Και την προσευχή.
 
Μετά μ' άφησαν να περιμένω
Τη σειρά μου
Κάτω από μια τεχνητή
Βροχή.
 
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ
 
Βουτούσα κάθε τόσο
Γάζες καθαρές
Μέσα στην τρύπα
Πάνω απ' το μάτι
Κι ύστερα στράγγιζα
Με τα δυό μου
Χέρια τα όνειρα
Ξανά και ξανά
'Ωσπου κοιμήθηκα
Εξουθενωμένος.
 
ΑΔΕΙΑ ΒΑΡΕΛΙΑ
 
Πάνω σε λάσπες και σε σκουπίδια
'Οπως τα χρόνια μας
Στην άλάνα άδεια βαρέλια
'Ετσι στον ήλιο και στους τουρίστες
Μόνα και ξεχασμένα κι έρημα.
 
ΥΓΡΟΝ ΠΥΡ
 
Σπασμένα κόκαλα οι κινήσεις μας.
 
Φιλούσα τα δόντια σου
Τα σκουλήκια ανάμεσα στα δόντια σου
Το αίμα που σταμάτησε στη ρώγα σου
Πάνω στο μωσαϊκό ένας ύπνος πράσινος
Με όνειρα φωσφορούχα.
'Ολη τη νύχτα κατέρρεαν τα ενδύματά μας
Μετά οι τρίχες, το δέρμα, οι τένοντες
Τα τύμπανα, οι σάλπιγγες.
 
Στάσου να σε κοιτάξω Αγαπημένη !
 
Στάσου ν' αγγίξω
Τις ραφές στα μάγουλά σου
Να θρυμματίσω το στήθος σου
Να γλείψω τις χαραμάδες
Και τις πληγές σου.
 
Σκοντάφτω
Πάνω στις μέρες
Περιμένοντας.
Το σώμα μου άδειο
Κι ο αέρας πύκνωσε
Στ' αφτιά μου.
 
ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ
 
Σε κάθε μετακίνηση υποφέρω
Ακόμα και ο ήλιος και τα σύννεφα
'Οταν ακουμπούν πάνω στο δέρμα μου
Διψώ: Χρόνια εγκαύματα.
Και γύρω στην καρδιά μου σαύρες
Που λαχταρούν να τη διαλύσουν.
 
ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
 
Η Αντιγόνη γέμισε εκζέματα
Δεν προλαβαίνω τις κομπρέσες
Και το κεφάλι της μούσκεμα στον πυρετό.
Το χτήμα στο χωριό και το μαγαζί
Και τον αέρα, όλα τα δώσαμε μισοτιμής.
Ο Θόδωρος στη φυλακή και η Ξανθίππη
Χώρισε κι έφυγε για την Μπεγγάζη.
Εσένα πάω να σε ξεχάσω. Πώς περπατούσες
Πώς έκλεινες τα χέρια σου
Πώς τ' άνοιγες.
 
Δύσκολος χρόνος ο φετινός.
Η Αντιγόνη γέμισε εκζέματα.
Και οι πιστωτές έσπασαν τα τηλέφωνα.
 
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
 
Ασκήσεις πάνω σε νωπά κρεβάτια
Το κεφάλι ασύνδετο να γέρνει στο πλάι
Να τσουρουφλίζονται τα δάχτυλα
Συλλαβίζοντας τα νέα οράματα
Χορεύοντας βαλς με τις νοσοκόμες
Προβλέποντας τους μελλοντικούς
Σεισμούς.
 
Μια μικρή τραγωδία
'Οσπου στο τέλος η Πενθεσίλεια
Απελπισμένη για τον
Αχιλλέα που δε φάνηκε
Πεθαίνει δίπλα στη θάλασσα
Εξαντλημένη απ' τον αυνανισμό.
 
ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΑΝ ΤΟΝ ΜΟΤΣΑΡΤ
 
Πρέπει να μην ξεχάσουμε τη νύχτα
Που πότισαν τον Μότσαρτ με δηλητήριο
Που έβαψαν τα μαλλιά του κορακιά
Που χάραξαν το στήθος, τις φτέρνες του
Που τον έκλεισαν σ' ένα νάιλον κουτί
Κάνοντας πως τον πυροβολούν
Κι ύστερα τον διέταξαν να τραγουδήσει
'Οσο γινόταν πιο μελωδικά.
 
ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ
 
'Ελιωσα πάνω στην πέτρα τόσα χρόνια
Εγώ κι αυτή γίναμε ένα.
Μονάχα το σπυρί που κουβαλώ
Ζητάει και βγαίνει στον ήλιο
Και φωνάζει.
Λίγο να τ' ακουμπήσω σχίζεται
Απ' τις ρωγμές του ξεπετάγονται ερπετά
Αίματα κκαι φλέβες ανοιχτές.
Μόνος πάνω στην πέτρα
Δίπλα στη θάλασσα κι από μακριά
Φωνές ανθρώπων και βάρκες
Κι ομιλίες σαν μουρμουρητά.
 
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΙ
 
Πρόσωπα απλανή
'Ετοιμα να παραδοθούν
Φυτά που αγωνίζονται
Να επιζήσουν στους φωταγωγούς
Παιδιά υστερικά.
Και στις ταράτσες
'Ενας σταυρός για τον καθένα.
Τάφοι οικογενειακοί
Τάφοι ατομικοί
Απέθανε κατά
Την ημέρα της γεννήσεως
Την ημέρα του γάμου τους
Την επομένη του διορισμού
Μόλις εκυκλοφόρησε.
 
(Μπορώ μήπως να σας δω το βράδυ ;
Θέλετε έξω απ' το νεκροταφείο ;
Δίπλα στα δημόσια ουρητήρια ;
Αύριο ; Μεθαύριο ;
Σ' ένα μήνα ;
Δεν με πειράζει.    Εγώ θα περιμένω.)
 
ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΤΟΥ
 
Το στήθος του
'Εσπασε
Μόλις μιά
Πέτρα
Τον χτύπησε
Ελαφρά.
Κι ώσπου
Να καταλάβει
Καλά καλά
Σκόρπισε
Σαν υδράργυρος
Και χάθηκε.
 
ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΣ ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ
 
Στην παραλία ερημιά
Καμένες οι λάμπες
Πάνω στο στήθος του
Δυό σφαίρες γαρίφαλα
Πεθαμένα τα ψάρια
Στο στόμα των πουλιών
Και με σταθερή στύση
Τα σωσίβια που ξεκίνησαν
Για να παραλάβουν τους πνιγμένους.
 
 Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΥΧΤΑ
 
Πάλι μνήμες
Ζωγραφίζαμε
'Ολη τη νύχτα
Με το στόμα
Με το πόδι
'Οπως οι ακρωτηριασμένοι
Και οι τυφλοί.
 
ΟΛΟ ΔΙΨΑΝΕ
 
Δεν είμαι δέντρο εγώ
Να μη λογαριάζω
Τους ανέμους
Και τα χιόνια.
'Εχω χέρια
Που όλο διψάνε.
ΚΡΑΤΑΩ ΣΦΙΧΤΑ
 
Κρατάω σφιχτά
Το βιολί μου
'Οπως και την
Ψυχούλα μου
Την έφιγγα
Πάντοτε ν' αντέξει.