ΟΙ ΤΡΙΣΤΑΝΟΙ
(σχεδίασμα)
1980-1983
 
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΠΛΥΤΩΣ
 
Σιωπή είναι ένας πόνος που αρχίζει
Από το στήθος σαν μοναξιά.
 
Το μεσημέρι κιτρινίζει
Ρημάζει το δέρμα μου
Μπαίνει μες στο μυαλό.
Σκόνη σηκώνεται, τα τζάμια στάζουν
Η προσπάθεια αιμορραγεί.
 
Στηρίξου πάνω μου- είπα στον καθρέφτη.
Θα σε κρατήσω.
 
ΘΥΜΑΣΑΙ ΡΕΓΚΙΝΑ ;
 
Τις νύχτες πλάγιαζα νωρίς Τριστάνε μου
Και σε ονειρευόμουν. Οι δρόμοι πλήγωναν
Τα βήματά μου και σε σκεφτόμουν.
Χιόνιζε στο δωμάτιο, το σώμα έπεφτε
Σαν πυρετός.
 
Το ξέρω πως θα ξυπνήσω αν ανοίξω
Την πόρτα αυτή. Τυλίγομαι με χρώματα
Ακούω τα φαντάσματα
Βλέπω το βράζο να επιπλέει
Στο κεφάλι μου
Που μόλις τον χωρά.
Τη θάλασσα να με παιδεύει.
 
Κι ο ποιητής;
'Εσκασε μέσα σ' ένα αυτοκίνητο-
'Ανοιξε, γέμισε καπνούς. Φούσκωσαν τα ποιήματα
Τον εκδικήθηκαν.
 
Η ποίηση είναι μνησίκακη.
Θυμάσαι που σου το 'λεγα Ρεγκίνα ;
 
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1
 
Θέλω να γράψω ένα ποίημα για τους Τριστάνους, το λαό των λυπημένων, που σκορπίστηκε μετά τον πρώτο μεγάλο πόλεμο στα τέσσερα σημεία της γης. Η χώρα τους μοιράστηκς στα δύο και κατοικήθηκε από βάρβαρες φυλές, αλλά τους συναντάς σχεδόν παντού. Αναγνωρίζονται από τα βόρεια χαρακτηριστικά τους, την κυματιστή κόμμωση, αλλά κυρίως από μια κίνηση του ώμου που κάνουν όταν δυσφορούν, και την τριστάνικη διάλεκτο που δεν απέβαλαν ποτέ.  Πολλοί απ' αυτούς ασχολήθηκεν με τις τέχνες ή κυριάρχησαν σαν μορφές μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων ή ποιητικών συνθέσεων. Αναφέρω τον Βερθέρο, τον Γκέοργκ Τρακλ, τον Αντονέν Αρτό, τον Γαβριήλ Φορέ, την Σύλβια Πλαθ, τον Σάμιουελ Μπέκετ, τον Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, την Μαργαρίτα Γκοτιέ, τον Ούρλιχ, τον 'Αντον Τσέχοφ, τον Γεώργιο Βιζυινό, την Εμιλύ Μπροντέ και τον Γιώργο Χειμωνά.
                                                         24 Δεκεμβρίου 1980
ΟΙ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
(Η Πλυτώ τηλεφωνεί)
 
Το φως κάνει μια πιρουέτα κι ύστερα ησυχάζει.
'Ησυχο φως στέκεται στις κορνίζες.
Λιώνουν τα κρύσταλλα- και η Πλυτώ.
-Τι γίνεσαι Πλυτώ ; 'Ελουσες τα μαλλιά σου ;
-Τα 'λουσα και γυρνούσα στο δωμάτιο.
'Εγινα δίσκος γραμμοφώνου. Κάθομαι
Σε μια κούκλα και διψώ.
-Τι γίνεσαι Πλυτώ ;
-Η κούκλα με ζεσταίνει.
Σαν θαλπωρή.
Σκοτάδι μάτια-σκοτάδι τρέμω.
-Πλυτώ μ' ακούς ;
-Πλυτώ μ' ακούς ;
-'Ογκοι σκοτάδι.
Δέρμα και τρέλα.
Δέρμα και δώσε.
 
Αχ, μπήκα στον έρωτά σου.
 
'Αλογα κι άλογα
Τρέχουν στ' αφτιά μου
Κρότοι κι υδράργυροι.
Βλέπω τον ύφαλο
Βουλιάζει ο κόσμος.
Σίδερο τρυφερό
Καθρέφτης πελιδνός
Καθρέφτης Σώμα με Σώμα.
 
-Πλυτώ μ' ακούς ;
Κόκαλο ήλιος
Πιστεύω εις ένα
Πιστεύω στο Κόκκινο 'Ενα.
'Ενα.
 
Και η Πλυτώ ξέσπασε σε πράγματα περίεργα.
Το πρόσωπό της φάνταζε  οδυνηρό
Οι οφθαλμοί της μαυροκίτινοι.
Κοιτάει απ' τις χαραμάδες και χαμογελά.
Γράφει στις κορνίζες: Σ' ΑΓΑΠΩ.
 
.............................................